Δεν μπορώ, δεν το αντέχω, δεν πάει άλλο, ρε συγχωριανοί. Και πώς να σας το πω αυτό και εκείνο που ακούω και βλέπω κάθε μέρα, εντός και εκτός των καφενέδων απ' άκρη σ' άκρη του νησιού μας;;;
Και όσο πλησιάζουν να στηθούν οι κάλπες για τις δημοτικές εκλογές, οι τσέπες μας θα γεμίζουν κάρτες και μπιλιετάκια κάθε λογής και κάθε απόχρωσης.
Το λέει, άλλωστε, και το 1887 σε μέρα διεξαγωγής δημοτικών εκλογών καθ' άπασαν την επικράτειαν και ο σατυρικός μας ποιητής Γιώργος Σούρης, ο οποίος είδε και απόειδε και έγραψε τα εξης:
"Σωτήρ του Δήμου γίνεται η κάθε μία μαζέτα,
κι εγέμισαν οι τσέπες μας με κάρτες και μπιλιέτα.
Με ονόματα δημάρχων και συμβούλων παστρικά
μέσα στον κάθε καφενέ, μέσα στην κάθε σάλα,
κι αν ήσαν καν τουλάχιστον ολίγον παστρικά
πολύ θα με υποχρέωναν αν μου' στελλαν
και άλλα".
Έχει πει και έχει γράψει και άλλα πολλά περί εκλογών και πολιτικών ο σατυρικός ποιητής μας, αλλά δεν είναι της παρούσης για να σας τα μεταφέρω, αν και ξέρω ότι θα γελούσατε μέχρι δακρύων, αφού ότι περιγράφει για κείνες τις εκλογές, εκείνα τα χρόνια, επαναλαμβάνονται και τη σήμερον ημέραν του σωτήριου έτους 2019, και ουχί του 1800 τόσο.
Αφορμή για να σας ενοχλήσω και σήμερα, ήταν το αραλίκι μου, εντός παραθαλάσσιου καφενέ του νησιού μας, της Άνδρου μας, όπου και με μια παρέα πολυμελή γερόντων (πιθανόν όλοι απόμαχοι ναυτικοί) ρουφούσα και απολάμβανα μετά βουλιμίας μέγιστης την καφεδιά μου, ενώ παράλληλα απολάμβανα τα αγριεμένα κύματα, που' σκαγαν λίγα μόλις μέτρα από την πεζούλα του καφενέ.
Δίπλα μου, τα... περήφανα γηρατειά είχαν ανοίξει σφόδρα συζήτηση περί των δημοτικών εκλογών και ουχί μόνο, αφού κάθε λίγο και λιγάκι ένας εξ αυτών τα' χωνε και στον Τσίπρα.
Και η συζήτηση καλά κρατούσε, μέχρι που σκάει μύτη καμαρωτός καμαρωτός ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ για το αρχοντιλίκι του Δημάρχου του νησιού μας. Φορώντας τζιν και μπουφανάκι νεανικό και ένα φαιδρό χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, πλησιάζει την πρώτη παρέα που καθόταν δεξιά της πόρτας του καφενέ και τους πετάει κατάμουτρα το χέρι του για να τους χαιρετίσει.
Και εκεί λαμβάνει την πρώτη κρυάδα, αφού ο ένας εκ των δύο ρωτάει τον φίλο του: "ΠΟΙΟΣ είναι ο κύριος";
Είτε τον γνώρισε, είτε έκανε την κουνέλα για να ξεκινήσει το φτύσιμο.
"Ρε συ, είναι ο τάδε, που' ναι και από το νησί μας".
"Α ναι, εεεεεε" απαντάει και συνεχίζει να ρουφά νωχελικά την καφεδιά του.